- νιφοβολία
- νιφοβολία, ἡ (Μ)[νιφόβολος]χιονοθύελλα, νιφετός, πτώση χιονιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νιφοβολίαν — νιφοβολίᾱν , νιφοβολία snowstorm fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)